- αποπυρηνικοποιημένος
- η , ο[ν] безъядерный;
αποπυρηνικοποιημένοςη ζώνη — безъядерная зона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπυρηνικοποιημένοςη ζώνη — безъядерная зона
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπυρηνικοποιώ — αποπυρηνικοποίησα, αποπυρηνικοποιήθηκα, αποπυρηνικοποιημένος, αφαιρώ, απομακρύνω, αποκλείω τα πυρηνικά όπλα από μια περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)